- λοχηφόρος
- λοχηφόρος, -ον (Μ)αυτός που μεταφέρει την επίτοκη γυναίκα («λοχηφόρου δίφρου», Μαρκ. Διάκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος«γέννημα, τοκετός» + συνδετικό φωνήεν -η- (πιθ. για μετρικούς λόγους αντί -ο-) + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.